Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπηχέω
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
ἐναποδύομαι
ἐναποζέννυμι
ἐναπόθεσις
ἐναποθησαυρίζω
ἐναποθλίβω
View word page
ἐναπογεννάω
beget in

ShortDef

beget in

Debugging

Headword:
ἐναπογεννάω
Headword (normalized):
ἐναπογεννάω
Headword (normalized/stripped):
εναπογενναω
IDX:
29611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29612
Key:

Data

{'content': 'beget in'}