Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπηχέω
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
ἐναποδέω
ἐναποδύομαι
ἐναποζέννυμι
ἐναπόθεσις
ἐναποθησαυρίζω
View word page
ἐναποβρέχω
steep, soak in
ShortDef
steep, soak in
Debugging
Headword:
ἐναποβρέχω
Headword (normalized):
ἐναποβρέχω
Headword (normalized/stripped):
εναποβρεχω
IDX:
29610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29611
Key:
Data
{'content': 'steep, soak in'}