Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάπαλος
ἐναπάρχομαι
ἐναπασχολέω
ἐναπειλέω
ἐναπειροκαλέω
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπηχέω
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
ἐναπόγραφος
ἐναποδείκνυμαι
ἐναποδείκτως
View word page
ἐναπεσφραγισμένως
expressly, distinctly

ShortDef

expressly, distinctly

Debugging

Headword:
ἐναπεσφραγισμένως
Headword (normalized):
ἐναπεσφραγισμένως
Headword (normalized/stripped):
εναπεσφραγισμενως
IDX:
29605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29606
Key:

Data

{'content': 'expressly, distinctly'}