Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναντιωτικός
ἐναντλέω
ἐναξονίζω
ἐνάπαλος
ἐναπάρχομαι
ἐναπασχολέω
ἐναπειλέω
ἐναπειροκαλέω
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπηχέω
ἐνάπλωσις
ἐναποβάπτω
ἐναποβλέπω
ἐναποβρέχω
ἐναπογεννάω
ἐναπογράφομαι
View word page
ἐναπερείδω
support

ShortDef

support

Debugging

Headword:
ἐναπερείδω
Headword (normalized):
ἐναπερείδω
Headword (normalized/stripped):
εναπερειδω
IDX:
29602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29603
Key:

Data

{'content': 'support'}