Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναντιωματικός
ἐναντιωνυμέω
ἐναντιώνυμος
ἐναντίωσις
ἐναντιωτέον
ἐναντιωτικός
ἐναντλέω
ἐναξονίζω
ἐνάπαλος
ἐναπάρχομαι
ἐναπασχολέω
ἐναπειλέω
ἐναπειροκαλέω
ἐναπενιαυτίζω
ἐναπεργάζομαι
ἐναπερείδω
ἐναπέρεισις
ἐναπερεύγω
ἐναπεσφραγισμένως
ἐναπηχέω
ἐνάπλωσις
View word page
ἐναπασχολέω
to be wholly occupied in

ShortDef

to be wholly occupied in

Debugging

Headword:
ἐναπασχολέω
Headword (normalized):
ἐναπασχολέω
Headword (normalized/stripped):
εναπασχολεω
IDX:
29597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29598
Key:

Data

{'content': 'to be wholly occupied in'}