Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναντιοπαθής
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντιοπραγέω
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντιοτροπία
ἐναντιοφανής
ἐναντιόφημος
ἐναντιόφωνος
ἐναντιπέρα
ἐναντίωμα
ἐναντιωματικός
ἐναντιωνυμέω
ἐναντιώνυμος
ἐναντίωσις
ἐναντιωτέον
ἐναντιωτικός
ἐναντλέω
ἐναξονίζω
ἐνάπαλος
ἐναπάρχομαι
View word page
ἐναντίωμα
an obstacle, hindrance

ShortDef

an obstacle, hindrance

Debugging

Headword:
ἐναντίωμα
Headword (normalized):
ἐναντίωμα
Headword (normalized/stripped):
εναντιωμα
IDX:
29586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29587
Key:

Data

{'content': 'an obstacle, hindrance'}