Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναντιόβουλος
ἐναντιογνώμων
ἐναντιοδρομέω
ἐναντιοδρομία
ἐναντιοδύναμος
ἐναντιοζύγως
ἐναντιόθετος
ἐναντιολογέω
ἐναντιολογία
ἐναντιολογικός
ἐναντιόομαι
ἐναντιοπαθέω
ἐναντιοπαθής
ἐναντιοποιολογικός
ἐναντιοπραγέω
ἐναντίος
ἐναντιότης
ἐναντιοτροπία
ἐναντιοφανής
ἐναντιόφημος
ἐναντιόφωνος
View word page
ἐναντιόομαι
to set oneself against, oppose, withstand
ShortDef
to set oneself against, oppose, withstand
Debugging
Headword:
ἐναντιόομαι
Headword (normalized):
ἐναντιόομαι
Headword (normalized/stripped):
εναντιοομαι
IDX:
29574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29575
Key:
Data
{'content': 'to set oneself against, oppose, withstand'}