Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
ἄκορνα
ἄκορον
ἄκορος
ἀκόρυφος
ἀκορύφωτος
ἄκος
ἀκοσκίνευτος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
Ἀκουῖνος
ἀκουόντως
View word page
ἀκοσκίνευτος
unwinnowed
ShortDef
unwinnowed
Debugging
Headword:
ἀκοσκίνευτος
Headword (normalized):
ἀκοσκίνευτος
Headword (normalized/stripped):
ακοσκινευτος
IDX:
2956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2957
Key:
Data
{'content': 'unwinnowed'}