Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
ἄκορνα
ἄκορον
ἄκορος
ἀκόρυφος
ἀκορύφωτος
ἄκος
ἀκοσκίνευτος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
Ἀκουῖνος
View word page
ἄκος
a cure, relief, remedy for
ShortDef
a cure, relief, remedy for
Debugging
Headword:
ἄκος
Headword (normalized):
ἄκος
Headword (normalized/stripped):
ακος
IDX:
2955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2956
Key:
Data
{'content': 'a cure, relief, remedy for'}