Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναμβλύνω
ἐναμείβω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναμμα
ἐναμοιβαδίς
ἐναμπέχομαι
ἐνανάπτω
ἐναναστρέφομαι
ἐνανειλέω
ἐνανθρωπέω
ἔναντα
ἔναντι
ἐναντιαῖος
ἐναντίβιον
ἐναντίβιος
ἐναντιοβουλία
ἐναντιόβουλος
ἐναντιογνώμων
ἐναντιοδρομέω
ἐναντιοδρομία
View word page
ἐνανθρωπέω
put on man's nature

ShortDef

put on man's nature

Debugging

Headword:
ἐνανθρωπέω
Headword (normalized):
ἐνανθρωπέω
Headword (normalized/stripped):
ενανθρωπεω
IDX:
29557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29558
Key:

Data

{'content': "put on man's nature"}