Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναμάομαι
ἐνάμαρτος
ἐναμβλύνω
ἐναμείβω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναμμα
ἐναμοιβαδίς
ἐναμπέχομαι
ἐνανάπτω
ἐναναστρέφομαι
ἐνανειλέω
ἐνανθρωπέω
ἔναντα
ἔναντι
ἐναντιαῖος
ἐναντίβιον
ἐναντίβιος
ἐναντιοβουλία
ἐναντιόβουλος
ἐναντιογνώμων
View word page
ἐναναστρέφομαι
to be conversant with

ShortDef

to be conversant with

Debugging

Headword:
ἐναναστρέφομαι
Headword (normalized):
ἐναναστρέφομαι
Headword (normalized/stripped):
εναναστρεφομαι
IDX:
29555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29556
Key:

Data

{'content': 'to be conversant with'}