Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναλλασσομένως
ἐναλλάσσω
ἐναλλοιόω
ἐναλλοίωσις
ἐνάλλομαι
ἔναλλος
ἐναλύω
ἐναμάομαι
ἐνάμαρτος
ἐναμβλύνω
ἐναμείβω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναμμα
ἐναμοιβαδίς
ἐναμπέχομαι
ἐνανάπτω
ἐναναστρέφομαι
ἐνανειλέω
ἐνανθρωπέω
ἔναντα
View word page
ἐναμείβω
change, alter
ShortDef
change, alter
Debugging
Headword:
ἐναμείβω
Headword (normalized):
ἐναμείβω
Headword (normalized/stripped):
εναμειβω
IDX:
29548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29549
Key:
Data
{'content': 'change, alter'}