Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
ἐναλλακτικός
ἐναλλάξ
ἐνάλλαξις
ἐναλλασσομένως
ἐναλλάσσω
ἐναλλοιόω
ἐναλλοίωσις
ἐνάλλομαι
ἔναλλος
ἐναλύω
ἐναμάομαι
ἐνάμαρτος
ἐναμβλύνω
ἐναμείβω
ἐναμέλγω
ἐνάμιλλος
ἔναμμα
View word page
ἐναλλοίωσις
alteration

ShortDef

alteration

Debugging

Headword:
ἐναλλοίωσις
Headword (normalized):
ἐναλλοίωσις
Headword (normalized/stripped):
εναλλοιωσις
IDX:
29541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29542
Key:

Data

{'content': 'alteration'}