Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
ἐναλλακτικός
ἐναλλάξ
ἐνάλλαξις
ἐναλλασσομένως
ἐναλλάσσω
ἐναλλοιόω
ἐναλλοίωσις
ἐνάλλομαι
ἔναλλος
ἐναλύω
ἐναμάομαι
ἐνάμαρτος
ἐναμβλύνω
ἐναμείβω
ἐναμέλγω
View word page
ἐναλλάσσω
to exchange
ShortDef
to exchange
Debugging
Headword:
ἐναλλάσσω
Headword (normalized):
ἐναλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
εναλλασσω
IDX:
29539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29540
Key:
Data
{'content': 'to exchange'}