Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
ἐναλλακτικός
ἐναλλάξ
ἐνάλλαξις
ἐναλλασσομένως
ἐναλλάσσω
ἐναλλοιόω
ἐναλλοίωσις
ἐνάλλομαι
ἔναλλος
View word page
ἐνάλλαγμα
change

ShortDef

change

Debugging

Headword:
ἐνάλλαγμα
Headword (normalized):
ἐνάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
εναλλαγμα
IDX:
29533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29534
Key:

Data

{'content': 'change'}