Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
ἐναλλακτικός
ἐναλλάξ
ἐνάλλαξις
ἐναλλασσομένως
ἐναλλάσσω
ἐναλλοιόω
View word page
ἐνάλιος
in, on, of the sea

ShortDef

in, on, of the sea

Debugging

Headword:
ἐνάλιος
Headword (normalized):
ἐνάλιος
Headword (normalized/stripped):
εναλιος
IDX:
29530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29531
Key:

Data

{'content': 'in, on, of the sea'}