Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
ἐναλλακτικός
ἐναλλάξ
ἐνάλλαξις
ἐναλλασσομένως
View word page
ἐναλινδέομαι
to be involved in

ShortDef

to be involved in

Debugging

Headword:
ἐναλινδέομαι
Headword (normalized):
ἐναλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
εναλινδεομαι
IDX:
29528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29529
Key:

Data

{'content': 'to be involved in'}