Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
ἐναλλακτικός
View word page
ἐναλείφω
to anoint with

ShortDef

to anoint with

Debugging

Headword:
ἐναλείφω
Headword (normalized):
ἐναλείφω
Headword (normalized/stripped):
εναλειφω
IDX:
29525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29526
Key:

Data

{'content': 'to anoint with'}