Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
ἐναλλάκτης
View word page
ἐνάλειπτος
anointed with

ShortDef

anointed with

Debugging

Headword:
ἐνάλειπτος
Headword (normalized):
ἐνάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
εναλειπτος
IDX:
29524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29525
Key:

Data

{'content': 'anointed with'}