Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνακισχίλιοι
ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
ἐνάλλαγμα
View word page
ἐνάλειμμα
eyesalve

ShortDef

eyesalve

Debugging

Headword:
ἐνάλειμμα
Headword (normalized):
ἐνάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
εναλειμμα
IDX:
29523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29524
Key:

Data

{'content': 'eyesalve'}