Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνακισμύριοι
ἐνακισχίλιοι
ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
ἐναλλαγή
View word page
ἐναλδαίνω
cause to grow up on

ShortDef

cause to grow up on

Debugging

Headword:
ἐναλδαίνω
Headword (normalized):
ἐναλδαίνω
Headword (normalized/stripped):
εναλδαινω
IDX:
29522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29523
Key:

Data

{'content': 'cause to grow up on'}