Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνάκις
ἐνακισμύριοι
ἐνακισχίλιοι
ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
ἐναλείφω
ἐναλήθης
ἐναλίγκιος
ἐναλινδέομαι
ἐναλίνω
ἐνάλιος
ἐναλίσκομαι
View word page
ἐναλγής
painful
ShortDef
painful
Debugging
Headword:
ἐναλγής
Headword (normalized):
ἐναλγής
Headword (normalized/stripped):
εναλγης
IDX:
29521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29522
Key:
Data
{'content': 'painful'}