Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναιτέω
ἐναιχμάζω
ἐναιωρέομαι
ἐναιώρημα
ἐνάκανθος
ἐνακέομαι
ἐνακηδέκατος
ἐνάκις
ἐνακισμύριοι
ἐνακισχίλιοι
ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
ἐνάλειπτος
View word page
ἐνακμάζω
rage
ShortDef
rage
Debugging
Headword:
ἐνακμάζω
Headword (normalized):
ἐνακμάζω
Headword (normalized/stripped):
ενακμαζω
IDX:
29514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29515
Key:
Data
{'content': 'rage'}