Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναισχύνομαι
ἐναιτέω
ἐναιχμάζω
ἐναιωρέομαι
ἐναιώρημα
ἐνάκανθος
ἐνακέομαι
ἐνακηδέκατος
ἐνάκις
ἐνακισμύριοι
ἐνακισχίλιοι
ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
ἐνάλειμμα
View word page
ἐνακισχίλιοι
nine thousand
ShortDef
nine thousand
Debugging
Headword:
ἐνακισχίλιοι
Headword (normalized):
ἐνακισχίλιοι
Headword (normalized/stripped):
ενακισχιλιοι
IDX:
29513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29514
Key:
Data
{'content': 'nine thousand'}