Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναΐσσω
ἐναισχύνομαι
ἐναιτέω
ἐναιχμάζω
ἐναιωρέομαι
ἐναιώρημα
ἐνάκανθος
ἐνακέομαι
ἐνακηδέκατος
ἐνάκις
ἐνακισμύριοι
ἐνακισχίλιοι
ἐνακμάζω
ἔνακμος
ἐνακολασταίνω
ἐνακοντίζω
ἐνακόσιοι
ἐνακούω
ἐνάκρα
ἐναλγής
ἐναλδαίνω
View word page
ἐνακισμύριοι
ninety thousand

ShortDef

ninety thousand

Debugging

Headword:
ἐνακισμύριοι
Headword (normalized):
ἐνακισμύριοι
Headword (normalized/stripped):
ενακισμυριοι
IDX:
29512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29513
Key:

Data

{'content': 'ninety thousand'}