Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
ἐναδιαφορέω
ἑναδικός
ἐναδολεσχέω
ἐνᾴδω
ἐναείρομαι
ἑνάενος
ἐναέξω
ἐναερίζω
ἐναέριος
ἐνάερος
ἐναετία
ἐναθλέω
ἔναθλος
ἐναθρέω
ἐναΐδιος
View word page
ἐναείρομαι
lift up in

ShortDef

lift up in

Debugging

Headword:
ἐναείρομαι
Headword (normalized):
ἐναείρομαι
Headword (normalized/stripped):
εναειρομαι
IDX:
29477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29478
Key:

Data

{'content': 'lift up in'}