Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἔναγμος
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
ἐναδιαφορέω
ἑναδικός
ἐναδολεσχέω
ἐνᾴδω
ἐναείρομαι
ἑνάενος
ἐναέξω
View word page
ἐναγωνίζομαι
to contend
ShortDef
to contend
Debugging
Headword:
ἐναγωνίζομαι
Headword (normalized):
ἐναγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εναγωνιζομαι
IDX:
29469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29470
Key:
Data
{'content': 'to contend'}