Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκοντοδόκος
ἀκοντοφόρος
ἀκοπία
ἀκοπίαστος
ἀκοπίατος
ἄκοπος
ἀκόπριστος
ἄκοπρος
ἀκοπρώδης
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
ἄκορνα
ἄκορον
ἄκορος
ἀκόρυφος
ἀκορύφωτος
ἄκος
ἀκοσκίνευτος
View word page
ἀκορής
insatiable

ShortDef

insatiable

Debugging

Headword:
ἀκορής
Headword (normalized):
ἀκορής
Headword (normalized/stripped):
ακορης
IDX:
2946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2947
Key:

Data

{'content': 'insatiable'}