Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐναγισμός
ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἔναγμος
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
ἐναδιαφορέω
ἑναδικός
ἐναδολεσχέω
ἐνᾴδω
ἐναείρομαι
View word page
ἐνάγω
to lead in
ShortDef
to lead in
Debugging
Headword:
ἐνάγω
Headword (normalized):
ἐνάγω
Headword (normalized/stripped):
εναγω
IDX:
29467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29468
Key:
Data
{'content': 'to lead in'}