Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνάγισμα
ἐναγισμός
ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἔναγμος
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
ἐναδιαφορέω
ἑναδικός
ἐναδολεσχέω
ἐνᾴδω
View word page
ἔναγχος
just now, lately

ShortDef

just now, lately

Debugging

Headword:
ἔναγχος
Headword (normalized):
ἔναγχος
Headword (normalized/stripped):
εναγχος
IDX:
29466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29467
Key:

Data

{'content': 'just now, lately'}