Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐναγικός
ἐνάγιος
ἐνάγισμα
ἐναγισμός
ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἔναγμος
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
ἐναγωνίζομαι
ἐναγώνιος
ἐναγώνισις
ἐναδημονέω
ἐναδιαφορέω
ἑναδικός
View word page
ἐναγκωνίζω
lean on the elbow

ShortDef

lean on the elbow

Debugging

Headword:
ἐναγκωνίζω
Headword (normalized):
ἐναγκωνίζω
Headword (normalized/stripped):
εναγκωνιζω
IDX:
29464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29465
Key:

Data

{'content': 'lean on the elbow'}