Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνάγαμαι
ἐναγγειόσπερμος
ἐναγείρω
ἐναγελάζομαι
ἐναγής
ἐναγίζω
ἐναγικός
ἐνάγιος
ἐνάγισμα
ἐναγισμός
ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἔναγμος
ἔναγχος
ἐνάγω
ἐναγωγή
View word page
ἐναγιστήριον
place for
ShortDef
place for
Debugging
Headword:
ἐναγιστήριον
Headword (normalized):
ἐναγιστήριον
Headword (normalized/stripped):
εναγιστηριον
IDX:
29458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29459
Key:
Data
{'content': 'place for'}