Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμψύχωσις
ἐν
ἐναβρύνομαι
ἐνάγαμαι
ἐναγγειόσπερμος
ἐναγείρω
ἐναγελάζομαι
ἐναγής
ἐναγίζω
ἐναγικός
ἐνάγιος
ἐνάγισμα
ἐναγισμός
ἐναγιστήριον
ἐναγκαλίζομαι
ἐναγκάλισμα
ἐναγκοινέομαι
ἐναγκυλάω
ἐναγκυλίζω
ἐναγκωνίζω
ἔναγμος
View word page
ἐνάγιος
under a curse
ShortDef
under a curse
Debugging
Headword:
ἐνάγιος
Headword (normalized):
ἐνάγιος
Headword (normalized/stripped):
εναγιος
IDX:
29455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29456
Key:
Data
{'content': 'under a curse'}