Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκοντιστύς
ἀκοντοβόλος
ἀκοντοδόκος
ἀκοντοφόρος
ἀκοπία
ἀκοπίαστος
ἀκοπίατος
ἄκοπος
ἀκόπριστος
ἄκοπρος
ἀκοπρώδης
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
ἄκορνα
ἄκορον
ἄκορος
ἀκόρυφος
ἀκορύφωτος
View word page
ἀκοπρώδης
producing little excrement

ShortDef

producing little excrement

Debugging

Headword:
ἀκοπρώδης
Headword (normalized):
ἀκοπρώδης
Headword (normalized/stripped):
ακοπρωδης
IDX:
2944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2945
Key:

Data

{'content': 'producing little excrement'}