Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμψυκτικός
ἔμψυξις
ἐμψυχία
ἔμψυχος
ἐμψυχόω
ἐμψυχρία
ἔμψυχρος
ἐμψύχω
ἐμψύχωσις
ἐν
ἐναβρύνομαι
ἐνάγαμαι
ἐναγγειόσπερμος
ἐναγείρω
ἐναγελάζομαι
ἐναγής
ἐναγίζω
ἐναγικός
ἐνάγιος
ἐνάγισμα
ἐναγισμός
View word page
ἐναβρύνομαι
to be conceited in

ShortDef

to be conceited in

Debugging

Headword:
ἐναβρύνομαι
Headword (normalized):
ἐναβρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
εναβρυνομαι
IDX:
29447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29448
Key:

Data

{'content': 'to be conceited in'}