Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἀκοντοβόλος
ἀκοντοδόκος
ἀκοντοφόρος
ἀκοπία
ἀκοπίαστος
ἀκοπίατος
ἄκοπος
ἀκόπριστος
ἄκοπρος
ἀκοπρώδης
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
ἄκορνα
ἄκορον
ἄκορος
View word page
ἀκόπριστος
not manured

ShortDef

not manured

Debugging

Headword:
ἀκόπριστος
Headword (normalized):
ἀκόπριστος
Headword (normalized/stripped):
ακοπριστος
IDX:
2942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2943
Key:

Data

{'content': 'not manured'}