Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμφύσησις
ἐμφυσητέον
ἐμφυσητής
ἐμφυσητικός
ἐμφυσιόω
ἔμφυσις
ἐμφυτεία
ἐμφύτευμα
ἐμφύτευσις
ἐμφυτευτής
ἐμφυτευτικός
ἐμφυτεύω
ἔμφυτος
ἐμφύω
ἐμφωλεύω
ἐμφωνέομαι
ἔμφωνος
ἔμφωτον
ἐμψάω
ἐμψηφίζω
ἔμψηφος
View word page
ἐμφυτευτικός
concerning

ShortDef

concerning

Debugging

Headword:
ἐμφυτευτικός
Headword (normalized):
ἐμφυτευτικός
Headword (normalized/stripped):
εμφυτευτικος
IDX:
29423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29424
Key:

Data

{'content': 'concerning'}