Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφύρω
ἐμφυσάω
ἐμφύσημα
ἐμφυσηματώδης
ἐμφύσησις
ἐμφυσητέον
ἐμφυσητής
ἐμφυσητικός
ἐμφυσιόω
ἔμφυσις
ἐμφυτεία
ἐμφύτευμα
ἐμφύτευσις
ἐμφυτευτής
ἐμφυτευτικός
ἐμφυτεύω
ἔμφυτος
ἐμφύω
ἐμφωλεύω
ἐμφωνέομαι
ἔμφωνος
View word page
ἐμφυτεία
grafting
ShortDef
grafting
Debugging
Headword:
ἐμφυτεία
Headword (normalized):
ἐμφυτεία
Headword (normalized/stripped):
εμφυτεια
IDX:
29419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29420
Key:
Data
{'content': 'grafting'}