Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμφυλλος
ἔμφυλος
ἐμφυραματοπώλης
ἐμφύρω
ἐμφυσάω
ἐμφύσημα
ἐμφυσηματώδης
ἐμφύσησις
ἐμφυσητέον
ἐμφυσητής
ἐμφυσητικός
ἐμφυσιόω
ἔμφυσις
ἐμφυτεία
ἐμφύτευμα
ἐμφύτευσις
ἐμφυτευτής
ἐμφυτευτικός
ἐμφυτεύω
ἔμφυτος
ἐμφύω
View word page
ἐμφυσητικός
inflating

ShortDef

inflating

Debugging

Headword:
ἐμφυσητικός
Headword (normalized):
ἐμφυσητικός
Headword (normalized/stripped):
εμφυσητικος
IDX:
29416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29417
Key:

Data

{'content': 'inflating'}