Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμφύλιος
ἐμφυλλίζω
ἐμφύλλιον
ἐμφυλλισμός
ἔμφυλλος
ἔμφυλος
ἐμφυραματοπώλης
ἐμφύρω
ἐμφυσάω
ἐμφύσημα
ἐμφυσηματώδης
ἐμφύσησις
ἐμφυσητέον
ἐμφυσητής
ἐμφυσητικός
ἐμφυσιόω
ἔμφυσις
ἐμφυτεία
ἐμφύτευμα
ἐμφύτευσις
ἐμφυτευτής
View word page
ἐμφυσηματώδης
like an ἐμφύσημα

ShortDef

like an ἐμφύσημα

Debugging

Headword:
ἐμφυσηματώδης
Headword (normalized):
ἐμφυσηματώδης
Headword (normalized/stripped):
εμφυσηματωδης
IDX:
29412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29413
Key:

Data

{'content': 'like an ἐμφύσημα'}