Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφυής
ἐμφύλιος
ἐμφυλλίζω
ἐμφύλλιον
ἐμφυλλισμός
ἔμφυλλος
ἔμφυλος
ἐμφυραματοπώλης
ἐμφύρω
ἐμφυσάω
ἐμφύσημα
ἐμφυσηματώδης
ἐμφύσησις
ἐμφυσητέον
ἐμφυσητής
ἐμφυσητικός
ἐμφυσιόω
ἔμφυσις
ἐμφυτεία
ἐμφύτευμα
ἐμφύτευσις
View word page
ἐμφύσημα
an inflation
ShortDef
an inflation
Debugging
Headword:
ἐμφύσημα
Headword (normalized):
ἐμφύσημα
Headword (normalized/stripped):
εμφυσημα
IDX:
29411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29412
Key:
Data
{'content': 'an inflation'}