Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφυής
ἐμφύλιος
ἐμφυλλίζω
ἐμφύλλιον
ἐμφυλλισμός
ἔμφυλλος
ἔμφυλος
ἐμφυραματοπώλης
ἐμφύρω
ἐμφυσάω
ἐμφύσημα
ἐμφυσηματώδης
View word page
ἐμφύλιος
kinsfolk
ShortDef
kinsfolk
Debugging
Headword:
ἐμφύλιος
Headword (normalized):
ἐμφύλιος
Headword (normalized/stripped):
εμφυλιος
IDX:
29402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29403
Key:
Data
{'content': 'kinsfolk'}