Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήριον
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἀκοντοβόλος
ἀκοντοδόκος
ἀκοντοφόρος
ἀκοπία
ἀκοπίαστος
ἀκοπίατος
ἄκοπος
ἀκόπριστος
ἄκοπρος
ἀκοπρώδης
ἀκόρεστος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
View word page
ἀκοπίαστος
not wearying
ShortDef
not wearying
Debugging
Headword:
ἀκοπίαστος
Headword (normalized):
ἀκοπίαστος
Headword (normalized/stripped):
ακοπιαστος
IDX:
2939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2940
Key:
Data
{'content': 'not wearying'}