Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφυής
ἐμφύλιος
ἐμφυλλίζω
ἐμφύλλιον
View word page
ἐμφράσσω
to block up
ShortDef
to block up
Debugging
Headword:
ἐμφράσσω
Headword (normalized):
ἐμφράσσω
Headword (normalized/stripped):
εμφρασσω
IDX:
29394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29395
Key:
Data
{'content': 'to block up'}