Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφυής
ἐμφύλιος
View word page
ἐμφρακτικός
likely to obstruct, stop

ShortDef

likely to obstruct, stop

Debugging

Headword:
ἐμφρακτικός
Headword (normalized):
ἐμφρακτικός
Headword (normalized/stripped):
εμφρακτικος
IDX:
29392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29393
Key:

Data

{'content': 'likely to obstruct, stop'}