Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
ἐμφυής
View word page
ἔμφραγμα
barrier, obstacle
ShortDef
barrier, obstacle
Debugging
Headword:
ἔμφραγμα
Headword (normalized):
ἔμφραγμα
Headword (normalized/stripped):
εμφραγμα
IDX:
29391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29392
Key:
Data
{'content': 'barrier, obstacle'}