Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
ἔμφρων
View word page
ἔμφορτος
laden with

ShortDef

laden with

Debugging

Headword:
ἔμφορτος
Headword (normalized):
ἔμφορτος
Headword (normalized/stripped):
εμφορτος
IDX:
29390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29391
Key:

Data

{'content': 'laden with'}