Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμφοβος
ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
ἔμφρουρος
View word page
ἐμφορτόομαι
load with a cargo, freight

ShortDef

load with a cargo, freight

Debugging

Headword:
ἐμφορτόομαι
Headword (normalized):
ἐμφορτόομαι
Headword (normalized/stripped):
εμφορτοομαι
IDX:
29389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29390
Key:

Data

{'content': 'load with a cargo, freight'}