Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφοβέω
ἔμφοβος
ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
ἔμφροντις
ἐμφρονώδης
ἐμφρουρέω
View word page
ἐμφορτίζομαι
to be laden
ShortDef
to be laden
Debugging
Headword:
ἐμφορτίζομαι
Headword (normalized):
ἐμφορτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμφορτιζομαι
IDX:
29388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29389
Key:
Data
{'content': 'to be laden'}