Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμφλοιος
ἐμφλοιοσπέρματος
ἔμφλοξ
ἐμφοβέω
ἔμφοβος
ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
ἐμφρονέω
View word page
ἐμφορέω
to be borne about in

ShortDef

to be borne about in

Debugging

Headword:
ἐμφορέω
Headword (normalized):
ἐμφορέω
Headword (normalized/stripped):
εμφορεω
IDX:
29385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29386
Key:

Data

{'content': 'to be borne about in'}